- υπεράφανος
- -ον, Αβλ. υπερήφανος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεράφανος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεράφανον — ὑπεράφανος masc/fem acc sg ὑπεράφανος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερήφανος — η, ο / ὑπερήφανος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, ον, Α (με θετ. και αρνητική σημ.) 1. (για πρόσ.) περήφανος 2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία. επίρρ... υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ με… … Dictionary of Greek